ἐνεδρῶν

ἐνεδρῶν
ἐνέδρα
sitting in
fem gen pl
ἐνεδράζω
to be firmly established
fut part act masc voc sg
ἐνεδράζω
to be firmly established
fut part act neut nom/voc/acc sg
ἐνεδράζω
to be firmly established
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνέδρων — ἔνεδρον hindrance neut gen pl ἔνεδρος inmate masc/fem/neut gen pl ἐνιδρόω sweat in imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) ἐνιδρόω sweat in imperf ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Καλαμιώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Βενέδικτος. Ιερομόναχος της μονής του Βρανά. Πολέμησε υπό τις διαταγές του ηγούμενου Γαβριήλ Αναστασίου και διακρίθηκε σε πολλές επιχειρήσεις. Αιχμαλωτίστηκε έξω από την Αθήνα κατά την τελευταία της πολιορκία από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”